- κινητόν
- κινητόςmovingmasc acc sgκινητόςmovingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ВРЕМЯ — ВРЕМЯ как проблема античной философской мысли оставалась в числе важнейших на протяжении всей ее истории, занимая ключевое место в системе космологических, физических и онтологических воззрений большинства философских школ, от досократиков до … Античная философия
κινητός — ή, ό (ΑΜ κινητός, ή, όν Α θηλ. και ός) [κινώ] 1. αυτός τον οποίο μπορεί να κινήσει κάποιος, αυτός που μπορεί να μετακινηθεί ή αυτός που μετακινείται (α. «πολλά ακίνητα δεν έχει, η κινητή του όμως περιουσία, και ειδικά η συλλογή του, είναι… … Dictionary of Greek